- ἐφόδων
- ἔφοδος 1accessiblemasc/fem/neut gen plἔφοδος 2one who goes the roundsmasc gen plἔφοδος 3approachfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
нахожениѥ — НАХОЖЕНИ|Ѥ (33), ˫А с. 1.Нашествие, нападение: и поганьскааго ради нахожени˫а. (τὰς... ἐπιδρομος) ΚΕ XII, 46а; Иже варварьскаго ради нахожени˫а преселивсѧ. преставшю нахожению. пакы || да възъратитсѧ въ цр҃квь. КР 1284, 146–147; разбоиникомъ и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
нашьствиѥ — НАШЬСТВИ|Ѥ (32), ˫А с. 1.Появление, приход: и бываѥть ти чьсти величьство. нашествиѥ томлени˫а болша. (ἐφόδιον!) ПНЧ 1296, 155 об.; по семь бы(с) громныи гла(с) и облакъ нашьствиѥ. Пр 1383, 142а; въ ѹтробѣ д҃вчи поносисѧ на очище(н)е д҃ши и тѣлу … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
μεθημέριος — και δωρ. τ. μεθαμέριος, ον (Α) ο μεθημερινός* («ἃ τῶν νυκτιπόλων ἐφόδων ἀνάσσεις, καὶ μεθαμερίων ὅδωσον δυσθανάτων κρατήρων πληρώματα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἡμέριος (< ἦμαρ), πρβλ. εφ ημέριος] … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek